σηματογράφος

σηματογράφος
ο, Ν
ναυτ. κατακόρυφος ιστός σε πλοίο ή σε είσοδο λιμανιού, με βραχίονες οι οποίοι με την μετακίνησή τους δίνουν διάφορα σήματα και μεταδίδουν έτσι διάφορα μυνήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σηματογράφος — ο ιστός σε πλοίο που στην κορυφή του υπάρχουν δύο βραχίονες με χρωματιστές σημαίες, για να δίνονται διάφορα σήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”